ἐπιθυμεῖτε

ἐπιθυμεῖτε
ἐπιθυμέω
set one's heart upon
pres imperat act 2nd pl (attic epic)
ἐπιθυμέω
set one's heart upon
pres opt act 2nd pl
ἐπιθυμέω
set one's heart upon
pres ind act 2nd pl (attic epic)
ἐπιθῡμεῖτε , ἐπιθυμέω
set one's heart upon
pres imperat act 2nd pl (attic epic)
ἐπιθῡμεῖτε , ἐπιθυμέω
set one's heart upon
pres opt act 2nd pl
ἐπιθῡμεῖτε , ἐπιθυμέω
set one's heart upon
pres ind act 2nd pl (attic epic)
ἐπιθυμέω
set one's heart upon
imperf ind act 2nd pl (attic epic)
ἐπιθῡμεῖτε , ἐπιθυμέω
set one's heart upon
imperf ind act 2nd pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • 'πιθυμεῖτ' — ἐπιθυμεῖτο , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐπιθῡμεῖτο , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἐπιθυμεῖτε , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres imperat act 2nd pl (attic epic) ἐπιθυμεῖτε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαιρούμαι — προαιροῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [αιρώ, ούμαι] επιθυμώ ή αποφασίζω κάτι με ελεύθερη βούληση, χωρίς καμιά δέσμευση ή εξαναγκασμό, επιλέγω ελεύθερα (α. «δώστε ό,τι προαιρείσθε» δώστε ό,τι επιθυμείτε β. «όπως προαιρούνται» όπως επιθυμούν γ. «ὁ ακρατὴς… …   Dictionary of Greek

  • συμφυσώ — άω, Α [φυσῶ] 1. φυσώ μαζί με άλλον 2. (κατ επέκτ.) (για χαλκέα) φυσώντας τη φωτιά συντήκω, λειώνω στον ίδιο λέβητα («εἰ γὰρ τούτου ἐπιθυμεῑτε, θέλω ὑμᾱς συντῆξαι καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτὸ ὥστε δύ ὄντας ἕνα γεγονέναι», Πλάτ.) 3. (ειδικά)… …   Dictionary of Greek

  • επιθυμώ — και πιθυμώ και πεθυμώ και αποθυμάω επιθύμησα και πεθύμησα και απεθύμησα και αποθύμησα, μτβ. 1. έχω την επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω ή να πράξω κάτι, το θέλει η καρδιά μου, το τραβάει η όρεξή μου: Επιθυμεί να παντρευτεί. – Πεθύμησα μαύρο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”